ενσφράγιστος

ενσφράγιστος
-η, -ο
1. ο κλεισμένος σε σφραγισμένο περιτύλιγμα («ενσφράγιστες προσφορές»)
2. ο κλεισμένος με σφραγίδα («ενσφράγιστος φάκελλος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού 'Αγγέλου Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενσφράγιστος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι κλεισμένος με σφράγιση, σφραγισμένος, σφραγιστός: Ενσφράγιστος φάκελος. 2. που είναι κλεισμένος σε σφραγισμένο φάκελο ή περικάλυμμα: Η δημοπρασία θα γίνει με ενσφράγιστες προσφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”